- κοτοπούλι
- κοτοπούλι, το και κοτόπουλο, τοορνίθι, μικρή κότα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοτόπουλο — και κοτοπούλι, το νεαρός κόκορας ή νεαρή κότα ή νεοσσός όρνιθας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότα + υποκορ. κατάλ. πουλο (< πουλος < λατ. pullus «νεοσσός»), πρβλ. κεφαλό πουλο, κλεφτό πουλο] … Dictionary of Greek